δακρυτερός

δακρυτερός
-ή, -ό [δάκρυ]
1. όποιος δακρύζει εύκολα
2. όποιος προκαλεί δάκρυα («δακρυτερό μοιρολόι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”